ἐνθυμίζομαι

ἐνθυμίζομαι
ἐνθῡμ-ίζομαι, later form of ἐνθυμέομαι, D.C.Fr.57.80b, Poll.2.231 (citing Th.5.32), Hsch.
II = ἐπιθυμέω, τι App.Mith.120.—[voice] Act. [suff] ἐνθῡμ-ίζω only in Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐνθυμιζόμενοι — ἐνθυμίζομαι pres part mp masc nom/voc pl ἐνθυμίζω pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθυμιζόμενος — ἐνθυμίζομαι pres part mp masc nom sg ἐνθυμίζω pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθυμίζει — ἐνθυμίζομαι pres ind mp 2nd sg ἐνθυμίζω pres ind mp 2nd sg ἐνθυμίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθυμίζω — (AM ἐνθυμίζω) μσν. νεοελλ. θυμίζω κάτι σε κάποιον, φέρνω στον νου κάποιου, υπενθυμίζω μσν. αναφέρω, κάνω λόγο αρχ. μσν. (το μέσ.) ενθυμίζομαι μτγν. και μσν. τ. τού ενθυμούμαι 1. «ενθυμιζόμενοι λογιζόμενοι» (Σούδα) 2. επιθυμώ κάτι («Ἀμισὸν… …   Dictionary of Greek

  • ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν …   Dictionary of Greek

  • θυμάμαι — και θυμούμαι και θυμιέμαι (ΑΜ ενθυμοῡμαι, έομαι, και ενθυμίζομαι) ενθυμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν θυμούμαι (< εν + θυμούμαι < θυμός) με παράλειψη τού α συνθετικού και μεταβολή τής κλίσης τού β συνθετικού. Η αρχική σημασία τού εν θυμούμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”